δυστροφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη δυστροφία 2. αυτός που προκαλεί δυστροφία 3. ως ουσ. αυτός που πάσχει από δυστροφία … Dictionary of Greek
λιπογεννητικός — ή, ό φρ. α) «λιπογεννητικό σύνδρομο» ιατρ. σπάνια κληρονομική πάθηση υποτελούς χαρακτήρα που εκδηλώνεται με παχυσαρκία, ολιγοφρενία, αμφιβληστροειδοπάθεια και δυστροφία τών γεννητικών οργάνων β) «λιπογεννητική δυστροφία» ιατρ. το σύνδρομο Φρέλιξ … Dictionary of Greek
λιποδυστροφία — η (βιολ. ιατρ.) διαταραχή τού μεταβολισμού τών λιπών η οποία προκαλεί απώλεια λίπους από τους ιστούς και αποτελεί δυστροφία τού λιπώδους ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipodystrophy < lip(o) (< λίπος) + dystrophy (<… … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
ερυθροποδισμός — ο δυστροφία ορισμένων ζώων που συνοδεύεται από κοκκίνισμα τών άκρων … Dictionary of Greek
κολποδυστροφία — η ιατρ. δυστροφική πάθηση τού βλεννογόνου τού κόλπου η οποία παρατηρείται κατά τη διάρκεια παρατεταμένης γαλουχίας ή μετά την εμμηνόπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpodystrophie < colpo (< κόλπος) + dystrophie (< νεολατ … Dictionary of Greek
μυοπάθεια — η ιατρ. α) (υπό ευρεία έννοια) κάθε πάθηση τών μυών, φλεγμονώδης ή εκφυλιστική β) (υπό στενή έννοια) η μυογενής μυϊκή δυστροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myopathie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + πάθεια < παθής < πάσχω)] … Dictionary of Greek
οστεοδυστροφία — η ιατρ. περιληπτική ονομασία νόσων και συνδρόμων που εκδηλώνονται με διαταραχές τής οστέωσης και με παθολογική αλλοίωση τής λεπτής υφής τού οστού (α. «ινώδης οστεοδυστροφία» β. «παραμορφωτική οστεοδυστροφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… … Dictionary of Greek